- θαυματοποιοί
- θαυματοποιόςwonder-workingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PETAMINARTI — apud Salvian. de Provid. l. 3. Equidem, quia longum est dicere de omnibus Amphitheatris, scilicet odeis, lusoriis, pompis, athletis, Petaminariis, pantomimis ceterisque portentis, quae piget dicere, quia piget mala talia vel nôsse: Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
λινοτόμοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λίνα διατέμνοντες καὶ ὑγιῆ δεικνύντες», δηλ. ταχυδακτυλουργοί, θαυματοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + τόμος (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
μενεστρέλος — ο (Μ μενεστρέλος) στον πληθ. οι μενεστρέλοι επαγγελματίες «διασκεδαστές», κυρίως μουσικοί τραγουδιστές και «θαυματοποιοί», ακροβάτες και «παραμυθάδες», που άκμασαν στην Ευρώπη από τον 12ο μέχρι τον 16ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menestrello <… … Dictionary of Greek
πυλαιασταί — oἱ, Α 1. θαυματοποιοί οι οποίοι συνέρρεαν κατά τη διάρκεια τού αμφικτιονικού συνεδρίου στην Ανθήλη και στους Δελφούς 2. (κατά τον Ησύχ.) (στη Ρόδο) οι ψεύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πυλαιάζω < πύλαι / πυλαία] … Dictionary of Greek
ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο … Dictionary of Greek
αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες … Dictionary of Greek
Τσιγγάνοι — Πληθυσμός αρχαίας καταγωγής, που ζει ακόμα και σήμερα κατά νομαδικό τρόπο στην κεντρική και μεσογειακή Ευρώπη. Εμφανίστηκαν στην πεδιάδα του Δούναβη κατά τον 10o αι. και η προέλευσή τους είναι αντικείμενο πολλών απόψεων. Αν και δεν αποτελούν… … Dictionary of Greek